- πωρώδης
- -ῶδες, Α [πῶρος]1. ο όμοιος με πώρο2. φρ. «πωρώδης λίθος»ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῡτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πωρώδης — like masc/fem acc pl (attic epic doric) πωρώδης like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πωρώδης like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρωδέστερον — πωρώδης like adverbial comp πωρώδης like masc acc comp sg πωρώδης like neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώδη — πωρώδης like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πωρώδης like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πωρώδης like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώδεις — πωρώδης like masc/fem acc pl πωρώδης like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώδους — πωρώδης like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικονδυλοπωροφίλα — ἡ, Α (κωμική λ. για την ποδάγρα) αυτή που αγαπά τα οστέινα εξογκώματα στις αρθρώσεις τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόνδυλος «αρμός δακτύλων» + πῶρος «πωρώδης σύσταση, εξόγκωμα στις αρθρώσεις» + φίλος] … Dictionary of Greek
πωροειδής — ές, Α πωρώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + ειδής*] … Dictionary of Greek
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek
Αίτνα — I Ενεργό ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, του οποίου ο κώνος (3.340 μ.) υψώνεται κοντά στην ανατολική ακτή της Σικελίας, Β ΒΔ της Κατάνης. Οι διαδοχικές εκρήξεις του έχουν δημιουργήσει πολλούς ηφαιστειακούς κρατήρες, από τους οποίους διατηρούνται… … Dictionary of Greek